ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ ΤΑΞΙΔΙ - γράφει η αγαπητή κα. Μαρία Λάμπρου

Αγαπητοί φίλοι,

Δημοσιεύουμε το κείμενο που μας έστειλε η αγαπημένη μας κυρία Μαρία Λάμπρου και την ευχαριστούμε για τις εγκάρδιες ευχές της! Κυρία Μαρία δεν σταματάμε να προσπαθούμε!

"ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ ΤΑΞΙΔΙ 

Ήταν μεσημέρι όταν έφτασε ο πατέρας μου από το καφενείο και μου είπε: Ετοιμάσου θα σε πάρω στο Μώλο στο παζάρι, θα πάμε με το αυτοκίνητο του Μεγαλιού. 

Σε λίγο έφτασε το αυτοκίνητο έξω από το σπίτι μας. Ήταν γεμάτο κόσμο η καρότσα, άνδρες γυναίκες πίσω και μπροστά στα καθίσματα. Ήμουνα 8 χρονών έτοιμη, με το καλό μου φόρεμα και με μια ζακετούλα στα χέρια. Με βοήθησαν ν’ ανέβω και με κάθισαν αριστερά στην άκρη να κρατιέμαι. Όλοι χαρούμενοι γελαστοί φώναξαν: Πάμε ξεκίνα! 

Σιγά σιγά το αυτοκίνητο πήρε την μεγάλη κατηφόρα στο στενό τότε χωματόδρομο! Πέταξε η ψυχή μου σαν πουλί από χαρά και από φόβο!! Πολύ καλός ο οδηγός, τον έχει κατέβει πολλές φορές το δρόμο (δεν υπήρχε και άλλος) έλεγαν, θα πάμε καλά. Αλλά ότι και να έλεγαν εγώ καλού κακού κρατιόμουνα σφιχτά. Φτάσαμε στις Ασπρόες σαν να έπεσε το αυτοκίνητο μέσα σε ζάχαρη άχνη!!!!! Πούφ !πούφ! πούφ!! Χούφτες χούφτες έρχονταν απάνω μας η άμμος και μέχρι να βγούμε από εκεί κοίταξα γύρω μου και τα κεφάλια όλων είχαν γίνει σαν μεγάλα στραγάλια. Πήραμε το πρώτο ίσωμα. 

Κάποιος χτύπησε δυνατά το αυτοκίνητο από πάνω από τον οδηγό και φώναξε: Έεεεε Μεγαλιέ! έτσι θα πάμε στα μουγκά; βάλε το ράδιο ν’ ακούσουμε και κανένα τραγούδι! Ααα! θ’ ακούσουμε και τραγούδια τι χαρά!!!! Άνοιξε τέρμα τη φωνή και ακούστηκε η Καίτη Γκρέη: "Χτυπάει η καμπάνα θλιβερά τον κόσμο να ξυπνήσει, καρδιές που δεν επόνεσαν απόψε θα ραγίσει. Χάρος την πόρτα μου χτυπά χτύπα και σύ καμπάνα δεν θα με κλάψει άλλος κανείς απ' τη γλυκιά μου μάνα". Πόσο ευτυχισμένη ήμουνα που είχα τη μάνα μου  να με κλάψει! Φαντάζεσαι να μην έχεις κανέναν να σε κλάψει αληθινά;  αναρωτιόμουνα!!!! Με αυτές τις σκέψεις φτάσαμε στον κόκκινο βράχο και τον περάσαμε βάζοντας στα  ρούχα μας και κυρίως στα μαλλιά μας την δεύτερη στρώση, χρώματος κόκκινο! 

Έξω σε μια άκρη του Μώλου κατεβήκαμε και ο πατέρας μου τίναξε πρώτα από πάνω μου όση σκόνη μπορούσε και μου είπε να καθίσω και να περιμένω σε μια άκρη. Εγώ όμως γεμάτη περιέργεια έκανα πιο πέρα και κοίταζα το μεγάλο δρόμο. Σε μια στιγμή που έφτασαν κοντά μου τρείς κυρίες, σταμάτησαν και με ρώτησαν: 

  • - Τίνος είσαι εσύ; 
  • - Είμαι του Παναγιώτη του Ηλιόπουλου από την Μενδενίτσα ήρθαμε εδώ να δούμε το παζάρι! 
  • - Να το δείτε, να το δείτε, αλίμονο αν περίμενε το παζάρι εσάς τους κακομοίρηδες τους καμένους να ψωνίσετε! Γελάσανε και οι τρείς! 
  • - Και που είναι ο πατέρας σου τώρα; 
  • - Πιο κάτω με τους άλλους 
  • - Είσαστε πολλοί; 
  • - Γεμάτο το αυτοκίνητο 
  • - Άαα έχετε και αυτοκίνητο τώρα απάνω, ποιος τη χάρη σας!! 

Σταύρωσαν τα χέρια τους και περίμεναν μέσα στο δρόμο να μας δούνε όλους! Έφτασαν, τρύπωσα το χέρι μου μέσα στη χερούκλα του πατέρα μου και πηδώντας, από χαρά και από νεύρα για τις προσβολές που πήρα, ακολούθησα την παρέα μας που αστειευόταν χαρούμενη στο δρόμο. Καλύτερα που κανένας δεν υποψιάστηκε πόσο μας κοροϊδεύουν σκέφτηκα. 

Σε ένα σημείο του δρόμου μας είπε ο Μεγαλιός: Βλέπετε αυτόν τον τοίχο τον λίγο γκρεμισμένο; εδώ θα είμαστε όλοι στις 7 η ώρα, όποιος δεν είναι εδώ θα έρθει με τα πόδια! κι όποιος δεν έχει ρολόι να ρωτήσει.  

Στις 7 ανεβήκαμε πάλι στο αυτοκίνητο και πήραμε την ανηφόρα πάλι σιγά σιγά για το χωριό μας. Μόλις φτάσαμε σε ένα ύψωμα είδα προς τα κάτω και άναψαν τα φώτα στο Μώλο. Ήταν κάτι που ήθελα να δω από κοντά, την ζωή των ανθρώπων με τα ηλεκτρικά φώτα όμως φύγαμε νωρίς γιατί η νύχτα σε τέτοιους δρόμους ήταν επικίνδυνη. 

Όταν φτάσαμε απάνω στον δικό μας τόπο , εμείς οι κακόμοιροι καμένοι και κατεβήκαμε όλοι από το αυτοκίνητο, άρχισε ο καθένας να παρουσιάζει τα ψώνια του. Την μεγαλύτερη αγορά την είχε κάνει ο πατέρας μου . Μία κοσά για να κόβει τα σανά και καραμέλες, που η αδερφή μου δεν έφαγε καθώς ήταν θυμωμένη που δεν ήρθε μαζί μας. 


Μεγαλώνοντας η περισσότεροι νέοι έφυγαν από το χωριό για μια καλύτερη προκοπή στη ζωή τους , εγώ έμεινα ως ότου παντρεύτηκα και στα 18 μου χρόνια είδα το ηλεκτρικό φως. Μέχρι τότε ήμασταν με τους λύχνους, τα καντηλάκια και τις λάμπες και στα πανηγύρια με την ασετιλίνη. Με φώναζαν οι γιαγιάδες - Έλα να μου βελονιάσεις - Έλα να μου καθαρίσεις τη φακή! - Έλα να μου περάσεις τις θηλιές από την βελόνα του πλεξίματος! Έζησα μαζί τους είδα τους αγώνες τους με αγάπησαν και τους αγάπησα όλους στο χωριό! 

Αισθάνομαι όλων την ζεστασιά όταν ανεβαίνω στο χωριό κι ας έχουν φύγει από την  ζωή. Μία ευχή θέλω να δώσω στον ανανεωμένο σύλλογο, κάτι που είμαι σίγουρη θα το ήθελαν και οι πρόγονοί μας: 

Μην επιτρέψετε, να επανέρθει στο χωριό μας το αίσθημα της λύπησης αλλά δείξετε με την στάση της ζωής σας πως δεν πήγαν χαμένοι οι κόποι τους!!! 


Στη φωτογραφία φαίνεται το όμορφο  Ελαφοβούνι!! ΣΑΣ  ΑΓΑΠΩ!"

Σχόλια

  1. Μπράβο Μαρία με την ωραία αφήγηση σου με γύρισες πολλά χρόνια πίσω ωραία χρόνια αλλά φτωχικά αλλά είμαστε όλο το χωριό αγαπημένο και τα παιδικά μας χρόνια ξεχνιαστα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ομορφες ξεχωριστές αναμνήσεις καλησπέρα Μαρία μου!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Μας ταξίδεψε πολλά χρόνια πίσω πολύ παραστατική όπως πάντα.Η γενεια μας έχει ζήσει τέτοιες στιγμές.Φτωχικα ζούσαμε εκείνα τα χρόνια αλλά ανέμελοι κεφατοι ας μην είχαμε ρεύμα.Τωρα που έχουμε δυστυχώς αγχωνόμαστε πως θα το πληρώσουμε....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Μαρια η λεπτομερής αφήγηση σου με συνεπήρε δεν είναι καθόλου κουραστική απεναντίας θα έλεγα απολαυστική. Κάποιες στιγμές γέλασα καλοπροαιρετα γιατί ήρθαν στη μνήμη μου παρόμοιες εικόνες από το δικό μου χωριό (Ζελι) και περιεργες συμπεριφορές ανθρώπων της υποτιθέμενης πόλης (Αταλάντης) που τότε μας ενοχλούσε ο τρόπος τους. Αργότερα και τώρα βέβαια όλα αυτά τα διακωμοδω ως γλυκιές αναμνήσεις με πολύ νοσταλγία για τον σπουδαιότερο λόγο που μου λείπουν οι αγνοί και αυθεντικοί δικοί μου άνθρωποι. Δυστυχώς στην πλειονότητα επικρατούν οι επιπλαστοι και επιφανειακοι που ξεχνούν την καταγωγή τους. Καλό βράδυ Μαρία μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Ακριβώς έτσι ήταν το πρώτο ταξίδι όλων μας Μαρίτσα μου. Μόνο που εμένα δεν ήταν με αυτοκίνητο αλλά καβάλα στο άλογο 5 ώρες δρόμο διασχιζοντας βουνά και λαγκάδια για να πάμε από το Πετρωτό Δομοκού στα Φάρσαλα κάποια Τρίτη που είχε παζάρι (σημερινή λαϊκη). Ξεκινήσαμε στις 2:00 τη νύχτα για να ξημερώσουμε εκεί. Να ψωνίσουμε και να γυρίσουμε να προλάβουμε και τις δουλειές που μας περίμεναν στο χωριό. Άλλες εποχές!!! Δύσκολες αλλά ήταν το ίδιο για όλους. Η κοινωνία αλλάζει. Ο άνθρωπος εξελλισεται. Πρέπει να είμαστε ευγνώμονες που ζούμε πλέον με ανέσεις και η ζωή μας έχει γίνει πιο εύκολη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Πολύ όμορφη και γλαφυρή αφήγηση!!!
    Σαν να είμαι κι εγώ στην παρέα σας....!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

  7. Μαράκι μου, αισθάνθηκα τόσο ζωντανή την αφήγηση σου, σαν ναμουν εκεί μαζί σου, μια κορδέλα στα σγουρά σου μαλλιά!! Δώσε μας κι άλλες ιστορίες σου!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου